εκμυστήρευση

εκμυστήρευση
[-ις (-εως)] η открытие (тайны, секрета ц т. п.У, εκμυστήρευση της αλήθειας признание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εκμυστήρευση" в других словарях:

  • εκμυστήρευση — η αποκάλυψη μυστικού …   Dictionary of Greek

  • εκμυστήρευση — η η αποκάλυψη μυστικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκάλυψη — Όρος με ευρύ θρησκευτικό περιεχόμενο που τον χρησιμοποιούν όλες οι θρησκείες, και με ιδιαίτερο τρόπο ο χριστιανισμός. O άνθρωπος αισθάνεται μέσα του τη βαθιά ανάγκη να ανακαλύψει το νόημα του κόσμου και της ζωής, αλλά βλέπει πως μόνος του δεν το… …   Dictionary of Greek

  • εκμυστηρευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκμυστήρευση …   Dictionary of Greek

  • εξαγορεία — ἐξαγορεία, η (AM) [εξαγορεύω] η εκμυστήρευση, η αποκάλυψη μυστικών υπό εχεμύθεια μσν. η εξομολόγηση ως μυστήριο …   Dictionary of Greek

  • εξαγόρευση — η (AM ἐξαγόρευσις) [εξαγορεύω] 1. εκμυστήρευση, φανέρωση μυστικού 2. η εξομολόγηση ως μυστήριο αρχ. μσν. δήλωση, διακήρυξη μσν. ανάκριση …   Dictionary of Greek

  • ξάνοιγμα — το [ξανοίγω] 1. άνοιγμα, άπλωμα 2. η αλλαγή τού καιρού προς το καλύτερο, η αιθρίαση, η βελτίωση τού καιρού 3. ο απόπλους προς το ανοιχτό πέλαγος 4. εκμυστήρευση μυστικών 5. διεύρυνση δραστηριότητας, εργασίας ή δαπάνης πέρα από τα επιτρεπτά όρια ή …   Dictionary of Greek

  • ξεμυστήρεμα — το [ξεμυστηρεύομαι] εκμυστήρευση …   Dictionary of Greek

  • εκμυστηρευτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εκμυστήρευση (βλ. λ.), ο αποκαλυπτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»